Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sonatìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sonaˈtina]

απλή και σύντομη σονάτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sonata sonatistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sonaglio (ουσ αρσ )
sonante (θηλ.ουσ)
sonar (ουσ αρσ )
sonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sonata (θηλ.ουσ)
sonatina (θηλ.ουσ)
sonatistico (επίθ.)
sonato (επίθ.)
sonatore (ουσ αρσ )
sonda (θηλ.ουσ)
sondabile (επίθ.)
sondaggio (ουσ αρσ )
sondare (ρ. μτβ.)
sondatore (ουσ αρσ )
soneria (θηλ.ουσ)
sonettista (ουσ αρσ και θηλ.)
sonetto (ουσ αρσ )
sonico (επίθ.)
sonnacchiosamente (επίρ.)
sonnacchioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---