Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sónda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsonda]

1 γεωτρύπανο
2 συσκευή εκπομπής δεδομένων
3 σκαντάγιο
4 φίλερ
5 βολίδα ηχοβολιστικού
6 τόνος
7 ήχος
8 καθετήρας
9 ακροσωλήνιο εναέριας πλήρωσης καυσίμων
10 μήλη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sonatore sondabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sonata (θηλ.ουσ)
sonatina (θηλ.ουσ)
sonatistico (επίθ.)
sonato (επίθ.)
sonatore (ουσ αρσ )
sonda (θηλ.ουσ)
sondabile (επίθ.)
sondaggio (ουσ αρσ )
sondare (ρ. μτβ.)
sondatore (ουσ αρσ )
soneria (θηλ.ουσ)
sonettista (ουσ αρσ και θηλ.)
sonetto (ουσ αρσ )
sonico (επίθ.)
sonnacchiosamente (επίρ.)
sonnacchioso (επίθ.)
sonnambulismo (ουσ αρσ )
sonnambulo (αρσ. επίθ και ουσ)
sonnecchiare (ρ.αμτβ.)
sonnellino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---