Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsónda
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈsonda] 1 γεωτρύπανο 2 συσκευή εκπομπής δεδομένων 3 σκαντάγιο 4 φίλερ 5 βολίδα ηχοβολιστικού 6 τόνος 7 ήχος 8 καθετήρας 9 ακροσωλήνιο εναέριας πλήρωσης καυσίμων 10 μήλη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |