Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sonerìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [soneˈria]

1 κουδούνι
2 συναγερμός
3 μηχανισμός ήχησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sondatore sonettista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sonda (θηλ.ουσ)
sondabile (επίθ.)
sondaggio (ουσ αρσ )
sondare (ρ. μτβ.)
sondatore (ουσ αρσ )
soneria (θηλ.ουσ)
sonettista (ουσ αρσ και θηλ.)
sonetto (ουσ αρσ )
sonico (επίθ.)
sonnacchiosamente (επίρ.)
sonnacchioso (επίθ.)
sonnambulismo (ουσ αρσ )
sonnambulo (αρσ. επίθ και ουσ)
sonnecchiare (ρ.αμτβ.)
sonnellino (ουσ αρσ )
sonnifero (ουσ αρσ )
sonnifero (επίθ.)
sonniloquio (ουσ αρσ )
sonniloquo (ουσ αρσ )
sonno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---