Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sopportazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sopportatˈtsjone]

1 ανεξικακία
2 ανεκτικότητα
3 ανθεκτικότητα
4 ανοχή
5 καρτερία
6 αντοχή
7 υπομονή
8 καρτερικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sopportare soppressione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soppiantare (ρ. μτβ.)
sopportabile (επίθ.)
sopportabilità (θηλ.ουσ)
sopportabilmente (επίρ.)
sopportare (ρ. μτβ.)
sopportazione (θηλ.ουσ)
soppressione (θηλ.ουσ)
soppressivo (επίθ.)
soppressore (ουσ αρσ )
sopprimere (ρ. μτβ.)
sopra (ουσ αρσ )
sopra (πρόθ.)
sopra (επίρ.)
soprabito (ουσ αρσ )
sopraccarta (θηλ.ουσ)
sopraccennato (επίθ.)
sopracciglio (ουσ αρσ )
sopracciliare (επίθ.)
sopraccitato (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraccoda (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---