Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sopraccitàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sopratʧiˈtato]

1 προαναφερθείς
2 άνω αναφερόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sopracciliare sopraccoda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

soprabito (ουσ αρσ )
sopraccarta (θηλ.ουσ)
sopraccennato (επίθ.)
sopracciglio (ουσ αρσ )
sopracciliare (επίθ.)
sopraccitato (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraccoda (ουσ αρσ )
sopraccolore (ουσ αρσ )
sopraccoperta (θηλ.ουσ)
sopraddetto (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraddominante (θηλ.ουσ)
sopraddote (θηλ.ουσ)
sopraelencato (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraelevare (ρ. μτβ.)
sopraelevarsi (ρ.μ. (αντων.))
sopraelevata (θηλ.ουσ)
sopraelevato (επίθ.)
sopraelevazione (θηλ.ουσ)
sopraesposto (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraffare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---