Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soppressióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [soppresˈsjone]

1 καταστροφή
2 θανάτωση
3 εκθεμελίωση
4 εξολόθρευση
5 ρευστοποίηση
6 εκμηδενισμός
7 ξεπάστρεμα
8 διάλυση
9 κατάργηση
10 ακύρωση
11 καταστολή
12 κατάλυση
13 ματαίωση
14 αφανισμός
15 ανάκληση
16 αναίρεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sopportazione soppressivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sopportabile (επίθ.)
sopportabilità (θηλ.ουσ)
sopportabilmente (επίρ.)
sopportare (ρ. μτβ.)
sopportazione (θηλ.ουσ)
soppressione (θηλ.ουσ)
soppressivo (επίθ.)
soppressore (ουσ αρσ )
sopprimere (ρ. μτβ.)
sopra (ουσ αρσ )
sopra (πρόθ.)
sopra (επίρ.)
soprabito (ουσ αρσ )
sopraccarta (θηλ.ουσ)
sopraccennato (επίθ.)
sopracciglio (ουσ αρσ )
sopracciliare (επίθ.)
sopraccitato (αρσ. επίθ και ουσ)
sopraccoda (ουσ αρσ )
sopraccolore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---