Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsopravànzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sopraˈvantso] 1 κατάλοιπο 2 κατακάθι 3 υπόλοιπο 4 υπόλειμμα 5 περίσσεια 6 περίσσεμα 7 πλεόνασμα 8 περίσσευμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |