Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsopravvènto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sopravˈvɛnto] 1 αβαντάζ 2 επάνω χέρι 3 ανωτερότητα 4 προσήνεμη πλευρά πλοίου 5 πλεονέκτημα sopravvènto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sopravˈvɛnto] 1 προσήνεμος 2 προσάνεμος sopravvènto επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [sopravˈvɛnto] 1 σοβράνο 2 προς τον άνεμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |