Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsopravvivènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sopravviˈvɛntsa] 1 συντήρηση στη ζωή 2 γλιτωμός 3 επιβίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |