Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsopreccèdere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [sopretˈʃɛdere] 1 πλεονάζω 2 βρίσκομαι σε πλεόνασμα 3 περισσεύω sopreccèdere ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sopretˈʃɛdere] 1 πλειοδοτώ 2 υπερβαίνω 3 υπερβάλλω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |