spacciàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [spatˈʧato]
1 κατεστραμμένος
2 αφανισμένος
3 ξεγραμμένος
4 καταδικασμένος
5 πουλημένος
6 διαδεδομένος
7 αποφασισμένος από τους γιατρούς
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [spatˈʧato]
1 κατεστραμμένος
2 αφανισμένος
3 ξεγραμμένος
4 καταδικασμένος
5 πουλημένος
6 διαδεδομένος
7 αποφασισμένος από τους γιατρούς
permalink
spacciato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android