ItalianoGreco


spacciàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spatˈʧato]

1 κατεστραμμένος
2 αφανισμένος
3 ξεγραμμένος
4 καταδικασμένος
5 πουλημένος
6 διαδεδομένος
7 αποφασισμένος από τους γιατρούς


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---