ItalianoGreco


spacconàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spakkoˈnata]

1 κομπορρημοσύνη
2 μεγαλαυχία
3 μπούρδα
4 κομπασμός
5 αλαζονική συμπεριφορά
6 υψηλόφωνη αλαζονική καυχησιά
7 καυχησιά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---