ItalianoGreco


specchiétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spekˈkjetto]

(da borsa) το καθρεφτάκι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αυτοκίνητο specchietto [αρσ.] retrovisore = auto ο εσωτερικός καθρέφτης



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z