ItalianoGreco


spergiùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sperˈʤuro]

1 ψευδομαρτυρία
2 ψευδορκία
3 ψευδομάρτυρας
4 επιορκία

spergiùro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sperˈʤuro]

1 ψεύδορκος
2 παράσπονδος
3 επίορκος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---