Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spericolàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sperikoˈlarsi]

1 κινδυνεύω
2 διακυβεύω
3 διακινδυνεύω
4 τολμώ
5 ρισκάρω
6 παρακινδυνεύω
7 βάζω το κεφάλι μου στο ντορβά
8 πελαγοδρομώ
9 πελαγώνω
10 τα χάνω
11 αποτολμώ
12 ριψοκινδυνεύω
13 βρίσκομαι σε σύγχυση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spergiuro spericolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spergiuramento (ουσ αρσ )
spergiurare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spergiuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
spergiuro (ουσ αρσ )
spergiuro (επίθ.)
spericolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spericolato (ουσ αρσ )
spericolato (επίθ.)
sperimentabile (επίθ.)
sperimentale (επίθ.)
sperimentalismo (ουσ αρσ )
sperimentalmente (επίρ.)
sperimentare (ρ. μτβ.)
sperimentarsi (ρ.μ. (αντων.))
sperimentato (επίθ.)
sperimentatore (ουσ αρσ )
sperimentazione (θηλ.ουσ)
sperlano (ουσ αρσ )
sperma (ουσ αρσ )
spermaceti (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---