ItalianoGreco


spericolàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sperikoˈlarsi]

1 κινδυνεύω
2 διακυβεύω
3 διακινδυνεύω
4 τολμώ
5 ρισκάρω
6 παρακινδυνεύω
7 βάζω το κεφάλι μου στο ντορβά
8 πελαγοδρομώ
9 πελαγώνω
10 τα χάνω
11 αποτολμώ
12 ριψοκινδυνεύω
13 βρίσκομαι σε σύγχυση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---