ItalianoGreco


spezzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spettsaˈmento]

1 κατακερματισμός
2 λιάνισμα
3 τεμαχισμός
4 κομμάτιασμα
5 διαμελισμός
6 θρυμμάτισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---