spiccàto
 
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [spikˈkato]
1 σημειωμένος
2 εντυπωσιακός
3 σημαδιακός
4 αξιοπρόσεκτος
5 έκδηλος
6 ζωηρός
7 φανταχτερός
8 φανταχτός
9 φαντεζί
10 χτυπητός
11 καταφανής
12 ολοφάνερος
13 ξεχωριστός
14 ευδιάκριτος
15 ευκρινής
16 πρόδηλος
17 πεντακάθαρος
18 πασίδηλος
19 οφθαλμοφανής
20 πασιφανής
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [spikˈkato]
1 σημειωμένος
2 εντυπωσιακός
3 σημαδιακός
4 αξιοπρόσεκτος
5 έκδηλος
6 ζωηρός
7 φανταχτερός
8 φανταχτός
9 φαντεζί
10 χτυπητός
11 καταφανής
12 ολοφάνερος
13 ξεχωριστός
14 ευδιάκριτος
15 ευκρινής
16 πρόδηλος
17 πεντακάθαρος
18 πασίδηλος
19 οφθαλμοφανής
20 πασιφανής
permalink
spiccato (αρσ. επίθ και ουσ)
                
                Οι Ιστοτοποι Μασ
                - Dizionario italiano
 - Grammatica italiana
 - Verbi Italiani
 - Dizionario latino
 - Dizionario greco antico
 - Dizionario francese
 - Dizionario inglese
 - Dizionario tedesco
 - Dizionario spagnolo
 - Dizionario greco moderno
 - Dizionario piemontese
 
En français
                
                
                In english
                
                
                In Deutsch
                
                
                En español
                
                
                Em portugues
                
                
                По русски
                
                
                Στα ελληνικά
                
                
                Ën piemontèis
                
                Οι κινητές εφαρμογές μας
                Android