ItalianoGreco


spifferàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spiffeˈrare]

σφυρίζω (για άνεμο)

spifferàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spiffeˈrare]

1 διαδίδω
2 λέγω
3 μαρτυρώ
4 κουτσομπολεύω
5 φλυαρώ
6 ξεφουρνίζω (μυστικό)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---