ItalianoGreco


spifferóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spiffeˈrone]

1 καρφί
2 προδότης
3 μαρτυριάρης
4 κάποιος που δεν κρατά μυστικά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---