ItalianoGreco


spifferàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spiffeˈrata]

1 σφύριγμα συντονισμού σε αυλό
2 παίξιμο αυλού ή τσαμπούνας
3 κουτσομπολιό
4 φλυαρία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---