ItalianoGreco


sprigionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spriʤoˈnare]

1 αποπνέω
2 αναθυμιάζω
3 βγάζω (πχ φύλλα)
4 αναπέμπω
5 αναδίδω
6 εκπέμπω
7 αναδίνω
8 εκβάλλω

sprigionarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spriʤoˈnarsi]

1 αποπνέω
2 εκδίδω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---