ItalianoGreco


squallidézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [skwalliˈdettsa]

1 δυστυχία
2 μιζέρια
3 μαγκουφιά
4 κακοδαιμονία
5 ζόφος
6 ελεεινότητα
7 αθλιότητα
8 κακομοιριά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---