ItalianoGreco


squàrcio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskwarʧo]

1 σκίσιμο
2 κουρέλιασμα
3 εδάφιο
4 απόκομμα
5 απόσπασμα
6 κομμάτιασμα
7 κόψιμο
8 κοψιά
9 τμήση
10 ξέσκισμα
11 σχίσιμο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---