ItalianoGreco


stampàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stamˈpato]

1 φυλλάδιο
2 βιβλιάριο
3 εμπριμέ ύφασμα
4 τυπωμένη φόρμα
5 τυπωμένη έκδοση
6 ανάτυπο
7 έντυπο

stampàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stamˈpato]

1 σφυρηλατημένος
2 σταμπαρισμένος
3 κομμένος (για νόμισμα)
4 σχηματισμένος με πρέσα
5 τυπωμένος
6 έντυπος
7 αποτυπωμένος
8 συμπιεσμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---