ItalianoGreco


stampatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stampaˈtura]

1 πρεσάρισμα
2 κοπή νομισμάτων
3 κατασκευή με πρεσάρισμα
4 εκτύπωση
5 αποτύπωση
6 ανατύπωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---