ItalianoGreco


svariàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [zvaˈrjato]

1 παντοίος
2 πολύμορφος
3 διαφορετικός
4 πολύς
5 διάφορος
6 ποικιλόμορφος
7 ποικίλος
8 ποικιλόσχημος
9 πολυειδής
10 ποικιλόχρωμος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---