sventolàta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [zventoˈlata]
1 ταλάντωση ανεπιθύμητη
2 αναρρίπιση
3 φτερούγισμα
4 ανασκάλευση
5 πεταλούδισμα
6 αιώρηση
7 κυματισμός
8 κυμάτισμα
9 κούνημα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [zventoˈlata]
1 ταλάντωση ανεπιθύμητη
2 αναρρίπιση
3 φτερούγισμα
4 ανασκάλευση
5 πεταλούδισμα
6 αιώρηση
7 κυματισμός
8 κυμάτισμα
9 κούνημα
permalink
sventolata (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android