titolàre
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [titoˈlare]
1 ιδιοκτήτης
2 τιτουλάριος
3 κάτοχος
4 κάτοχος τίτλου
5 τιτλούχος
titolàre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [titoˈlare]
1 τιμητικός
2 επίσημος
3 κανονικός
4 ονομαστικός
titolàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [titoˈlare]
εκτελώ ποσοτική ανάλυση
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [titoˈlare]
1 ιδιοκτήτης
2 τιτουλάριος
3 κάτοχος
4 κάτοχος τίτλου
5 τιτλούχος
titolàre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [titoˈlare]
1 τιμητικός
2 επίσημος
3 κανονικός
4 ονομαστικός
titolàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [titoˈlare]
εκτελώ ποσοτική ανάλυση
permalink
titolare (ουσ αρσ και θηλ.)
titolare (επίθ.)
titolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android