tranquillità
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [trankwilliˈta]
1 πραότητα
2 αταραξία
3 ησυχία
4 σιγαλιά
5 κάλμα
6 πνευματική ηρεμία
7 μπουνάτσα
8 γαλήνη
9 ηρεμία
10 ειρήνη
11 ηπιότητα
12 ημεράδα
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [trankwilliˈta]
1 πραότητα
2 αταραξία
3 ησυχία
4 σιγαλιά
5 κάλμα
6 πνευματική ηρεμία
7 μπουνάτσα
8 γαλήνη
9 ηρεμία
10 ειρήνη
11 ηπιότητα
12 ημεράδα
permalink
tranquillità (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android