ItalianoGreco


tremarèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tremaˈrɛlla]

1 φρικίαση
2 τρέμουλο
3 κρυάδα
4 τούρτουρο
5 τουρτούρισμα
6 τρεμούλιασμα
7 ανατρίχιασμα
8 ρίγος
9 ανατριχίλα
10 τρεμούλα
11 σύγκρυο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---