ItalianoGreco


trèmulo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrɛmulo]

1 που τρεμοσβήνει
2 που αχνοφέγγει
3 που τρεμολάμπει
4 τρεμάμενος
5 τρεμουλιαστός
6 τρομώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---