ItalianoGreco


tremolàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [tremoˈlare]

1 αχνοφέγγω
2 αχνοτρέμω
3 τρεμοπαίζω
4 τρεμολάμπω
5 τρεμοσβήνω
6 τρεμουλιάζω
7 τρέμω
8 δονούμαι
9 σείομαι
10 ριγώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---