ItalianoGreco


tùbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtubo]

ο σωλήνας


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αυτοκίνητο tubo [θηλ.] di scappamento = auto ο σωλήνας διαρροής || tubo [θηλ.] di scarico = ο αποχετευτικός σωλήνας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---