ItalianoGreco


tumidézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tumiˈdettsa]

1 κομπασμός
2 μεγαλορρημοσύνη
3 μεγαλοστομία
4 καυχησιολογία
5 πρήξιμο
6 στόμφος
7 βερμπαλισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---