vacillànte
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [vaʧilˈlante]
1 τρεμάμενος
2 διστακτικός
3 τρεμουλιαστός
4 που τρεμοπαίζει
5 που τρεμοσβήνει
6 παραπαίων
7 ασταθής
8 υπερβολικός
9 αμφιταλαντευόμενος
10 που τρικλίζει
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [vaʧilˈlante]
1 τρεμάμενος
2 διστακτικός
3 τρεμουλιαστός
4 που τρεμοπαίζει
5 που τρεμοσβήνει
6 παραπαίων
7 ασταθής
8 υπερβολικός
9 αμφιταλαντευόμενος
10 που τρικλίζει
permalink
vacillante (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android