vacillàre
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [vaʧilˈlare]
1 μένω αναποφάσιστος
2 στραβοπατώ
3 τρεμοπαίζω
4 τρεμοσβήνω
5 παραπατώ
6 παραπαίω
7 τρεκλίζω
8 κλονίζομαι
9 αχνολάμπω
10 κυμαίνομαι
11 ταλαντεύομαι
12 κλονίζομαι
13 διστάζω
14 αμφιταλαντεύομαι
15 αχνοτρέμω
16 αμφιρρέπω
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [vaʧilˈlare]
1 μένω αναποφάσιστος
2 στραβοπατώ
3 τρεμοπαίζω
4 τρεμοσβήνω
5 παραπατώ
6 παραπαίω
7 τρεκλίζω
8 κλονίζομαι
9 αχνολάμπω
10 κυμαίνομαι
11 ταλαντεύομαι
12 κλονίζομαι
13 διστάζω
14 αμφιταλαντεύομαι
15 αχνοτρέμω
16 αμφιρρέπω
permalink
vacillare (ρ.αμτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android