Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


zucchétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [tsukˈketta]

1 καπελάκι χωρίς γείσο
2 σκούφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  zuccheroso zucchetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

zuccherificio (ουσ αρσ )
zuccherino (ουσ αρσ )
zuccherino (επίθ.)
zucchero (ουσ αρσ )
zuccheroso (επίθ.)
zucchetta (θηλ.ουσ)
zucchetto (ουσ αρσ )
zucchina (θηλ.ουσ)
zucchino (ουσ αρσ )
zucconaggine (θηλ.ουσ)
zuccone (ουσ αρσ )
zuccone (επίθ.)
zuffa (θηλ.ουσ)
zufolamento (ουσ αρσ )
zufolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
zufolata (θηλ.ουσ)
zufolio (ουσ αρσ )
zufolo (ουσ αρσ )
zulu, zulù (ουσ αρσ και θηλ.)
zulu, zulù (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---