Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cartotèca (θηλ.ουσ) cascarilla (θηλ.ουσ)
cartotècnica (θηλ.ουσ) cascàta (θηλ.ουσ)
cartotècnico (ουσ αρσ ) cascatóre (ουσ αρσ )
cartotècnico (επίθ.) cascìna (θηλ.ουσ)
cartùccia (θηλ.ουσ) cascinàle (ουσ αρσ )
cartuccièra (θηλ.ουσ) càsco (ουσ αρσ )
carùncola (θηλ.ουσ) caseggiàto (ουσ αρσ )
càsa (θηλ.ουσ) caseifìcio (ουσ αρσ )
casàcca (θηλ.ουσ) caseìna (θηλ.ουσ)
casàle (ουσ αρσ ) casèlla (θηλ.ουσ)
casalìnga (θηλ.ουσ) casellànte (ουσ αρσ και θηλ.)
casalìngo (αρσ. επίθ και ουσ) casellàrio (ουσ αρσ )
casamàtta (θηλ.ουσ) casellìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
casaménto (ουσ αρσ ) casèllo (ουσ αρσ )
casamòbile (θηλ.ουσ) caseréccio (επίθ.)
casanòva (ουσ αρσ ) casèrma (θηλ.ουσ)
casaréccio (επίθ.) casermàggio (ουσ αρσ )
casàro (ουσ αρσ ) casermìstico (επίθ.)
casàta (θηλ.ουσ) casermóne (ουσ αρσ )
casàto (ουσ αρσ ) casétta (θηλ.ουσ)
casba (θηλ.ουσ) casigliàno (ουσ αρσ )
cascàggine (θηλ.ουσ) casinìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
cascàme (ουσ αρσ ) casìno (ουσ αρσ )
cascamòrto (ουσ αρσ ) casinò (ουσ αρσ )
cascàre (ρ.αμτβ.) casìsta (ουσ αρσ και θηλ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: