Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

taccàgno (ουσ αρσ ) tachicardìa (θηλ.ουσ)
taccàgno (επίθ.) tachicàrdico (ουσ αρσ )
taccamàcca (θηλ.ουσ) tachicàrdico (επίθ.)
taccàta (θηλ.ουσ) tachifagìa (θηλ.ουσ)
taccheggiàre (ρ.αμτβ.) tachiglòsso (ουσ αρσ )
taccheggiàre (ρ. μτβ.) tachigrafìa (θηλ.ουσ)
taccheggiatóre (ουσ αρσ ) tachigràfico (επίθ.)
tacchéggio (ουσ αρσ ) tachìgrafo (ουσ αρσ )
tacchettàre (ρ.αμτβ.) tachimetrìa (θηλ.ουσ)
tacchettìo (ουσ αρσ ) tachìmetro (ουσ αρσ )
tacchétto (ουσ αρσ ) tachióne (ουσ αρσ )
tacchificio (ουσ αρσ ) tachipnèa (θηλ.ουσ)
tacchìna (θηλ.ουσ) tacitaménte (επίρ.)
tacchìno (ουσ αρσ ) tacitàre (ρ. μτβ.)
tàccia (θηλ.ουσ) tacitiàno (επίθ.)
tacciàbile (επίθ.) tàcito (επίθ.)
tacciàre (ρ. μτβ.) taciturnità (θηλ.ουσ)
tàcco (ουσ αρσ ) tacitùrno (επίθ.)
tàccola (θηλ.ουσ) tackle (ουσ αρσ )
taccóne (ουσ αρσ ) Taddèo (κύρ.όν. αρσ.)
taccuìno (ουσ αρσ ) tafanàrio (ουσ αρσ )
tacére (ρ.αμτβ.) tafàno (ουσ αρσ )
tacheometrìa (θηλ.ουσ) tafferùglio (ουσ αρσ )
tacheomètrico (επίθ.) tàffete (επιφ.)
tacheòmetro (ουσ αρσ ) taffettà (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: