Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abboccaménto (ουσ αρσ ) abbordàre (ρ.αμτβ.)
abboccàre (ρ.αμτβ.) abbordàre (ρ. μτβ.)
abboccàrsi (ρ.μ. (αντων.)) abbórdo (ουσ αρσ )
abboccàto (επίθ.) abborracciaménto (ουσ αρσ )
abboccatóio (ουσ αρσ ) abborracciàre (ρ. μτβ.)
abboccatùra (θηλ.ουσ) abborracciataménte (επίρ.)
abbocconàre (ρ. μτβ.) abborracciàto (επίθ.)
abbonacciaménto (ουσ αρσ ) abborracciatóre (ουσ αρσ )
abbonacciàre (ρ.αμτβ.) abborracciatùra (θηλ.ουσ)
abbonacciàrsi (ρ.μ. (αντων.)) abborraccìo (ουσ αρσ )
abbonaménto (ουσ αρσ ) abborraccióne (ουσ αρσ )
abbonàre (ρ. μτβ.) abbottàre (ρ. μτβ.)
abbonàrsi (ρ. μ. αμτβ.) abbottàrsi (ρ.μ. (αντων.))
abbonàto (αρσ. επίθ και ουσ) abbottonàre (ρ. μτβ.)
abbondànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) abbottonàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
abbondanteménte (επίρ.) abbottonàto (επίθ.)
abbondànza (θηλ.ουσ) abbottonatùra (θηλ.ουσ)
abbondàre (ρ.αμτβ.) abbozzacchiàre (ρ. μτβ.)
abbondévole (επίθ.) abbozzàre (ρ.αμτβ.)
abbondóne (ουσ αρσ ) abbozzàta (θηλ.ουσ)
abboniménto (ουσ αρσ ) abbozzatìccio (επίθ.)
abbonìre (ρ.αμτβ.) abbòzzo (ουσ αρσ )
abbonìrsi (ρ.μ. (αντων.)) abbozzolàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbordàbile (επίθ.) abbracciabòschi (ουσ αρσ )
abbordàggio (ουσ αρσ ) abbracciabòsco (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: