Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αιφνιδιάζομαι [ρ. παθ.] αιώρα {αιωρών}
αιφνιδιάζω {αιφνιδίασ... αιώρηση {-ης κ. -ή...
αιφνιδιασμένος [επίθ.] αιωρούμαι {αιωρείσαι...
αιφνιδιασμός [ουσ αρσ ] αιωρούμενος [επίθ.]
αιφνιδιαστικός [επίθ.] αιωρώ impf αιωρο...
αιφνίδιος [επίθ.] ακαβάλιστος [επίθ.]
αιχμαλωσία {αιχμαλωσι... ακαβούρδιστος [επίθ.]
αιχμαλωτίζομαι αιχμαλωτίσ... ακαγιού [ουσ ουδ.]
αιχμαλωτίζω {αιχμαλώτι... ακαδημαϊκά [επίρ.]
αιχμαλώτιση [θηλ.ουσ] ακαδημαϊκός [επίθ.]
αιχμαλώτισις [θηλ.ουσ] ακαδημαϊσμός [ουσ αρσ ]
αιχμαλωτισμένος [ουσ αρσ ] Ακαδημία {Ακαδημιών...
αιχμάλωτος {αιχμαλώτο... ακαζού {άκλ.}
αιχμή [θηλ.ουσ] ακαθάριστος [επίθ.]
αιχμηρός [επίθ.] ακαθαρσία {ακαθαρσιώ...
αιχμηρότατος [επίθ.] ακαθαρσίες [θηλ. ουσ πληθ.]
αιχμηρότερος [επίθ.] ακάθαρτα [επίρ.]
αιχμηρότητα (χωρίς πλη... ακάθαρτος [επίθ.]
αιώνας {-α κ. -ών... ακάθεκτος [επίθ.]
αιώνιος [επίθ.] ακάθεχτα [επίρ.]
αιωνιότη (L αιωνιότ... ακάθιστος [επίθ.]
αιωνιότης (L αιωνιότ... ακαθοδήγητος [επίθ.]
αιωνιότητα {χωρ. πληθ... ακαθόριστα [επίρ.]
αιωνίως [επίρ.] ακαθόριστος [επίθ.]
αιωνόβιος [επίθ.] άκαιρα [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: