Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ζωηρότερος [επίθ.] ζώνω {έζωσα, ζώ...
ζωηρότητα [θηλ.ουσ] ζώο [ουσ ουδ.]
ζωηρόχρωμος [επίθ.] ζωοαγορά [θηλ.ουσ]
ζωϊκός [επίθ.] ζωογενής [επίθ.]
ζωμίν [ουσ ουδ.] ζωογενικός [επίθ.]
ζωμός [ουσ αρσ ] ζωογεωγραφία {χωρ. πληθ...
ζωνάρι {ζωναρ-ιού... ζωογλοία [θηλ.ουσ]
ζωνδανοχωριστός [επίθ.] ζωογονημένος [επίθ.]
ζώνη {ζωνών} ζωογόνηση [θηλ.ουσ]
ζωντανά [επίρ.] ζωογόνος [επίθ.]
ζωντανά [ουσ ουδ πληθ.] ζωογονώ {ζωογονείς...
ζωντάνεμα [ουσ ουδ.] ζωογραφία [θηλ.ουσ]
ζωντανεμένος [επίθ.] ζωοδότειρα [θηλ.ουσ]
ζωντανεύω {ζωντάνε-ψ... ζωοδότης {ζωοδοτών}
ζωντανεύω {ζωντάνε-ψ... ζωοδότρα {ζωοδοτριώ...
ζωντάνια {χωρ. πληθ... ζωοκλέπτης [ουσ αρσ ]
ζωντανό [ουσ ουδ.] ζωοκλέφτης {ζωοκλεφτώ...
ζωντανός [επίθ.] ζωοκλοπή [θηλ.ουσ]
ζωντανότατος [επίθ.] ζωοκομία {χωρ. πληθ...
ζωντανότερος [επίθ.] ζωοκτονία {ζωοκτονιώ...
ζωντανώτατος [επίθ.] ζωολατρεία [θηλ.ουσ]
ζωντανώτερος [επίθ.] ζωολατρία {χωρ. πληθ...
ζωντόβολο [ουσ ουδ.] ζωολάτρισσα [θηλ.ουσ]
ζωντοχήρα [θηλ.ουσ] ζωολογία {ζωολογιών...
ζωντοχήρος, ζωντόχηρος [ουσ αρσ ] ζωολογικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: