aderènza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [adeˈrɛntsa]
1 συγκόλληση
2 συμφωνία
3 προσκόλληση
4 γνωριμίες
5 σύμφυση
6 κόλλημα
7 δεσμός
8 προσχώρηση
9 υποστήριξη
10 εφαρμογή
11 επαφές
12 δέσιμο
13 αποδοχή
14 διασυνδέσεις
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [adeˈrɛntsa]
1 συγκόλληση
2 συμφωνία
3 προσκόλληση
4 γνωριμίες
5 σύμφυση
6 κόλλημα
7 δεσμός
8 προσχώρηση
9 υποστήριξη
10 εφαρμογή
11 επαφές
12 δέσιμο
13 αποδοχή
14 διασυνδέσεις
permalink
aderenza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android