aderìre
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [adeˈrire]
1 πρόσκειμαι
2 συμφωνώ
3 προσχωρώ
4 συναινώ
5 υποστηρίζω
6 συγκατατίθεμαι
7 προσκολλώ
8 συγκολλώ
9 συμφωνώ
10 δέχομαι
11 αποδέχομαι
12 κολλώ
ρήμα αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [adeˈrire]
1 πρόσκειμαι
2 συμφωνώ
3 προσχωρώ
4 συναινώ
5 υποστηρίζω
6 συγκατατίθεμαι
7 προσκολλώ
8 συγκολλώ
9 συμφωνώ
10 δέχομαι
11 αποδέχομαι
12 κολλώ
permalink
aderire (ρ.αμτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android