adescaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [adeskaˈmento]
1 δελεασμός με κακό σκοπό
2 δέλεαρ
3 εκμαυλισμός
4 θέλγητρο
5 αποπλάνηση
6 γοητεία
7 ξελόγιασμα
8 γέμισμα (αντλίας)
9 ψάρεμα πελάτη (από πόρνη)
10 πρόκληση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [adeskaˈmento]
1 δελεασμός με κακό σκοπό
2 δέλεαρ
3 εκμαυλισμός
4 θέλγητρο
5 αποπλάνηση
6 γοητεία
7 ξελόγιασμα
8 γέμισμα (αντλίας)
9 ψάρεμα πελάτη (από πόρνη)
10 πρόκληση
permalink
adescamento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android