adescàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [adesˈkare]
1 αποπλανώ (άντρα) σαν πόρνη
2 ψαρεύω πελάτη (για πόρνη)
3 μαγεύω
4 προσελκύω
5 θέλγω
6 μαγγανεύω
7 διαφθείρω
8 γεμίζω (όπλο-αντλία κλπ)
9 γητεύω
10 αποπλανώ
11 προσπαθώ να αποπλανήσω
12 δελεάζω
13 δελεάζω με κακό σκοπό
14 πλησιάζω με παράκληση
15 σαγηνεύω
16 γοητεύω
17 διπλαρώνω
18 παγιδεύω
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [adesˈkare]
1 αποπλανώ (άντρα) σαν πόρνη
2 ψαρεύω πελάτη (για πόρνη)
3 μαγεύω
4 προσελκύω
5 θέλγω
6 μαγγανεύω
7 διαφθείρω
8 γεμίζω (όπλο-αντλία κλπ)
9 γητεύω
10 αποπλανώ
11 προσπαθώ να αποπλανήσω
12 δελεάζω
13 δελεάζω με κακό σκοπό
14 πλησιάζω με παράκληση
15 σαγηνεύω
16 γοητεύω
17 διπλαρώνω
18 παγιδεύω
permalink
adescare (ρ. μτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android