ItalianoGreco


amorétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [amoˈretto]

1 χαριεντισμός
2 μπερμπαντιά
3 καμάκι
4 ζαχάρωμα
5 ερωτοτροπία
6 φλερτ
7 κόρτε


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---