amoróso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [amoˈroso], [amoˈrozo]
1 αγαπητικός
2 εραστής
3 ερωτύλος
4 γκόμενος
amoróso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [amoˈroso], [amoˈrozo]
1 ερωτομανής
2 ερωτιάρης
3 αγαπημένος
4 αφοσιωμένος
5 ερωτόληπτος
6 σεβνταλής
7 ερωτικός
8 ερωτόπληκτος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [amoˈroso], [amoˈrozo]
1 αγαπητικός
2 εραστής
3 ερωτύλος
4 γκόμενος
amoróso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [amoˈroso], [amoˈrozo]
1 ερωτομανής
2 ερωτιάρης
3 αγαπημένος
4 αφοσιωμένος
5 ερωτόληπτος
6 σεβνταλής
7 ερωτικός
8 ερωτόπληκτος
permalink
amoroso (ουσ αρσ )
amoroso (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android