ItalianoGreco


amorevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [amorevoˈlettsa]

1 τρυφερότητα
2 στοργικότητα
3 αφοσίωση θερμή
4 πράξη αγάπης
5 καλοσύνη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---