Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόchiapperéllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [kjappeˈrello] 1 κυνηγητό (παιδικό παιχνίδι) 2 πιάσιμο 3 παγίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |